Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crivèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kriˈvɛllo]

1 κόσκινο
2 κρησάρα διαχωρισμού ορυκτών
3 κρησάρα
4 σήτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crivellatura croato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crittografico (επίθ.)
crittografo (ουσ αρσ )
crittogramma (ουσ αρσ )
crivellare (ρ. μτβ.)
crivellatura (θηλ.ουσ)
crivello (ουσ αρσ )
croato (ουσ αρσ )
croato (επίθ.)
Croazia (κύρ.όν. θηλ.)
croccante (αρσ. επίθ και ουσ)
crocchetta (θηλ.ουσ)
crocchia (θηλ.ουσ)
crocchiare (ρ.αμτβ.)
crocchio (ουσ αρσ )
croccolone (ουσ αρσ )
croce (θηλ.ουσ)
crocefiggere (ρ. μτβ.)
crocefisso (αρσ. επίθ και ουσ)
croceo (επίθ.)
crocerista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---