Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrivèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kriˈvɛllo] 1 κόσκινο 2 κρησάρα διαχωρισμού ορυκτών 3 κρησάρα 4 σήτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |