Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrocefìggere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [kroʧeˈfidʤere] σταυρώνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το crocifiggere) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |