Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrochet
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kroʃˈʃe] 1 διακοσμητικό σπείρας 2 ραβέρσα-σουτ σε μπάσκετ 3 κροσέ 4 χτύπημα κροσέ σε μποξ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |