Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crocìerista  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kroʧeˈrista]

ταξιδιώτης κρουαζιέρας (καλύτερα χρησιμοποίησε το crocerista)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crociere crocifera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crociato (αρσ. επίθ και ουσ)
crocicchio (ουσ αρσ )
crocidare (ρ.αμτβ.)
crociera (θηλ.ουσ)
crociere (ουσ αρσ )
crocierista (ουσ αρσ και θηλ.)
crocifera (θηλ.ουσ)
crocifero (ουσ αρσ )
crocifero (επίθ.)
crocifiggere (ρ. μτβ.)
crocifiggersi (ρ.μ. (αντων.))
crocifissione (θηλ.ουσ)
crocifisso (ουσ αρσ )
crocifisso (επίθ.)
crocifissore (ουσ αρσ )
crocione (ουσ αρσ )
croco (ουσ αρσ )
croda (θηλ.ουσ)
crodaiolo (ουσ αρσ )
crogiolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---