Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrocìerista
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kroʧeˈrista] ταξιδιώτης κρουαζιέρας (καλύτερα χρησιμοποίησε το crocerista) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |