Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crocìfero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]

1 καλόγερος
2 σταυροφόρος
3 μεταφορέας σταυρού σε τελετή

crocìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]

1 σταυροφόρος
2 φέρων το σχήμα του σταυρού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crocifera crocifiggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crocidare (ρ.αμτβ.)
crociera (θηλ.ουσ)
crociere (ουσ αρσ )
crocierista (ουσ αρσ και θηλ.)
crocifera (θηλ.ουσ)
crocifero (ουσ αρσ )
crocifero (επίθ.)
crocifiggere (ρ. μτβ.)
crocifiggersi (ρ.μ. (αντων.))
crocifissione (θηλ.ουσ)
crocifisso (ουσ αρσ )
crocifisso (επίθ.)
crocifissore (ουσ αρσ )
crocione (ουσ αρσ )
croco (ουσ αρσ )
croda (θηλ.ουσ)
crodaiolo (ουσ αρσ )
crogiolare (ρ. μτβ.)
crogiolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
crogiolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---