Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcròco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɔko] 1 σαφράνι 2 κρόκος crocus sativus 3 κρόκος 4 ζαφορά crocus sativus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |