Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crogiolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kroʤoˈlare]

σιγοψήνω

crogiolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kroʤoˈlarsi]

1 ζεσταίνομαι από φωτιά
2 ζεσταίνομαι από τον ήλιο
3 λιάζομαι
4 λουφάζω στη θαλπωρή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crodaiolo crogiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crocifissore (ουσ αρσ )
crocione (ουσ αρσ )
croco (ουσ αρσ )
croda (θηλ.ουσ)
crodaiolo (ουσ αρσ )
crogiolare (ρ. μτβ.)
crogiolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
crogiolo (ουσ αρσ )
croissant (ουσ αρσ )
crollare (ρ.αμτβ.)
crollo (ουσ αρσ )
croma (θηλ.ουσ)
cromare (ρ. μτβ.)
cromatico (επίθ.)
cromatismo (ουσ αρσ )
cromato (επίθ.)
cromatografia (θηλ.ουσ)
cromatura (θηλ.ουσ)
cromia (θηλ.ουσ)
cromico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---