Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cròllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɔllo]

η κατάρρευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crollare croma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crogiolare (ρ. μτβ.)
crogiolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
crogiolo (ουσ αρσ )
croissant (ουσ αρσ )
crollare (ρ.αμτβ.)
crollo (ουσ αρσ )
croma (θηλ.ουσ)
cromare (ρ. μτβ.)
cromatico (επίθ.)
cromatismo (ουσ αρσ )
cromato (επίθ.)
cromatografia (θηλ.ουσ)
cromatura (θηλ.ουσ)
cromia (θηλ.ουσ)
cromico (επίθ.)
cromite (θηλ.ουσ)
cromo (ουσ αρσ )
cromofotografia (θηλ.ουσ)
cromolitografia (θηλ.ουσ)
cromolitografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---