Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cromatìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kromaˈtizmo]

χρωματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cromatico cromato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crollare (ρ.αμτβ.)
crollo (ουσ αρσ )
croma (θηλ.ουσ)
cromare (ρ. μτβ.)
cromatico (επίθ.)
cromatismo (ουσ αρσ )
cromato (επίθ.)
cromatografia (θηλ.ουσ)
cromatura (θηλ.ουσ)
cromia (θηλ.ουσ)
cromico (επίθ.)
cromite (θηλ.ουσ)
cromo (ουσ αρσ )
cromofotografia (θηλ.ουσ)
cromolitografia (θηλ.ουσ)
cromolitografico (επίθ.)
cromoplasto (ουσ αρσ )
cromoscopio (ουσ αρσ )
cromosfera (θηλ.ουσ)
cromosoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---