Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrocchiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [krokˈkjare] 1 τρίζω 2 κακαρίζω 3 κάνω οξύ εκρηκτικό ήχο 4 κράζω σαν πάπια 5 τριζοβολώ 6 κάνω ήχο κακαρίσματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |