Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cróce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkroʧe]

ο σταυρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  croccolone crocefiggere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a occhio e croce = με το μάτι || testa [θηλ.] o croce [αρσ.] = κορώνα ή γράμματα?


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crocchetta (θηλ.ουσ)
crocchia (θηλ.ουσ)
crocchiare (ρ.αμτβ.)
crocchio (ουσ αρσ )
croccolone (ουσ αρσ )
croce (θηλ.ουσ)
crocefiggere (ρ. μτβ.)
crocefisso (αρσ. επίθ και ουσ)
croceo (επίθ.)
crocerista (ουσ αρσ και θηλ.)
crocerossina (θηλ.ουσ)
crocesegnare (ρ. μτβ.)
crocesegno (ουσ αρσ )
crocetta (θηλ.ουσ)
crocevia (θηλ.ουσ)
crochet (ουσ αρσ )
crociata (θηλ.ουσ)
crociato (αρσ. επίθ και ουσ)
crocicchio (ουσ αρσ )
crocidare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---