Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrivellatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [krivellaˈtura] 1 ξεκοσκινίδια 2 κρησάρισμα 3 κοσκίνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |