crivellàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [krivelˈlare]
1 κοσκινίζω
2 διαχωρίζω ορυκτό με κρησάρα
3 κατεργάζομαι με ειδικό εργαλείο
4 κατατρυπώ
5 γεμίζω τρύπες
6 κρησαρίζω
7 κάνω κόσκινο
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [krivelˈlare]
1 κοσκινίζω
2 διαχωρίζω ορυκτό με κρησάρα
3 κατεργάζομαι με ειδικό εργαλείο
4 κατατρυπώ
5 γεμίζω τρύπες
6 κρησαρίζω
7 κάνω κόσκινο
permalink
crivellare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android