Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrivellàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [krivelˈlare] 1 κοσκινίζω 2 διαχωρίζω ορυκτό με κρησάρα 3 κατεργάζομαι με ειδικό εργαλείο 4 κατατρυπώ 5 γεμίζω τρύπες 6 κρησαρίζω 7 κάνω κόσκινο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |