Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàlamo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkalamo] 1 πένα από καλάμι 2 βέλος 3 καλάμι φτερού 4 καλάμι 5 φυτό acorus calamus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |