Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈlare]

πέφτω

calàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈlare]

χαμηλώνω

calàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈlarsi]

πέφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calapranzi calata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


calare di peso = χάνω βάρος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calandratura (θηλ.ουσ)
calandrino (ουσ αρσ )
calandro (ουσ αρσ )
calappio (ουσ αρσ )
calapranzi (ουσ αρσ )
calare (ρ.αμτβ.)
calare (ρ. μτβ.)
calarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calata (θηλ.ουσ)
calca (θηλ.ουσ)
calcagno (ουσ αρσ )
calcamento (ουσ αρσ )
calcara (θηλ.ουσ)
calcare (ουσ αρσ )
calcare (ρ. μτβ.)
calcareo (επίθ.)
calcata (θηλ.ουσ)
calcatoio (ουσ αρσ )
calce (θηλ.ουσ)
calcedonio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---