ItalianoGreco


calcàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈkare]

ασβεστόλιθος

calcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈkare]

1 ιχνηλατώ
2 πατώ
3 τονίζω
4 υπογραμμίζω με έμφαση
5 δίνω έμφαση
6 ποδοπατώ
7 τσαλαπατώ
8 καταπατώ
9 συντρίβω
10 ποδοκυλώ
11 υπερβάλλω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---