Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càlca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkalka]

1 πυκνό πλήθος
2 συνωστισμός
3 πλήθος που συνωστίζεται σαν τις σαρδέλες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calata calcagno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calapranzi (ουσ αρσ )
calare (ρ.αμτβ.)
calare (ρ. μτβ.)
calarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calata (θηλ.ουσ)
calca (θηλ.ουσ)
calcagno (ουσ αρσ )
calcamento (ουσ αρσ )
calcara (θηλ.ουσ)
calcare (ουσ αρσ )
calcare (ρ. μτβ.)
calcareo (επίθ.)
calcata (θηλ.ουσ)
calcatoio (ουσ αρσ )
calce (θηλ.ουσ)
calcedonio (αρσ. επίθ και ουσ)
calceolaria (θηλ.ουσ)
calcestruzzo (ουσ αρσ )
calcetto (ουσ αρσ )
calciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---