Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàlca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkalka] 1 πυκνό πλήθος 2 συνωστισμός 3 πλήθος που συνωστίζεται σαν τις σαρδέλες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |