Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calcestrùzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalʧesˈtruttso]

τσιμέντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calceolaria calcetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcata (θηλ.ουσ)
calcatoio (ουσ αρσ )
calce (θηλ.ουσ)
calcedonio (αρσ. επίθ και ουσ)
calceolaria (θηλ.ουσ)
calcestruzzo (ουσ αρσ )
calcetto (ουσ αρσ )
calciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
calciatore (ουσ αρσ )
calcico (επίθ.)
calcidica (θηλ.ουσ)
calcificare (ρ. μτβ.)
calcificarsi (ρ.μ. (αντων.))
calcificazione (θηλ.ουσ)
calcimetria (θηλ.ουσ)
calcimetro (ουσ αρσ )
calcina (θηλ.ουσ)
calcinaccio (ουσ αρσ )
calcinaio (ουσ αρσ )
calcinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---