Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calcinàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalʧiˈnajo]

λάκκος για σβήσιμο ασβέστη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calcinaccio calcinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcificazione (θηλ.ουσ)
calcimetria (θηλ.ουσ)
calcimetro (ουσ αρσ )
calcina (θηλ.ουσ)
calcinaccio (ουσ αρσ )
calcinaio (ουσ αρσ )
calcinare (ρ. μτβ.)
calcinatura (θηλ.ουσ)
calcinazione (θηλ.ουσ)
calcinoso (επίθ.)
calcio (ουσ αρσ )
calcio–balilla (ουσ αρσ )
calciocianamide (θηλ.ουσ)
calcistico (επίθ.)
calcite (θηλ.ουσ)
calco (ουσ αρσ )
calcografia (θηλ.ουσ)
calcografico (επίθ.)
calcografo (ουσ αρσ )
calcola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---