Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calcimetrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kalʧimeˈtria]

μέτρηση περιεκτικότητας σε άσβεστο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calcificazione calcimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcico (επίθ.)
calcidica (θηλ.ουσ)
calcificare (ρ. μτβ.)
calcificarsi (ρ.μ. (αντων.))
calcificazione (θηλ.ουσ)
calcimetria (θηλ.ουσ)
calcimetro (ουσ αρσ )
calcina (θηλ.ουσ)
calcinaccio (ουσ αρσ )
calcinaio (ουσ αρσ )
calcinare (ρ. μτβ.)
calcinatura (θηλ.ουσ)
calcinazione (θηλ.ουσ)
calcinoso (επίθ.)
calcio (ουσ αρσ )
calcio–balilla (ουσ αρσ )
calciocianamide (θηλ.ουσ)
calcistico (επίθ.)
calcite (θηλ.ουσ)
calco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---