ItalianoGreco


calcificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kalʧifikatˈtsjone]

1 τιτάνωση
2 αποτιτάνωση
3 εναπόθεση στους ιστούς αλάτων ασβεστίου
4 σκλήρυνση των ιστών
5 ασβεστοποίηση
6 ασβέστωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---