Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàlcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkalʧo] 1 (sport) το ποδόσφαιρο 2 (pedata) η κλωτσιά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcalcio [αρσ.] d'angolo = το κόρνερ || calcio [αρσ.] di punizione = το φάουλ || calcio [αρσ.] di rigore = το πέναλτυ || campo [αρσ.] di calcio = το γήπεδο || i mondiali [αρσ. πλυθ.] di calcio = το μουντιάλ ποδοσφαίρου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |