Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càlcola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkalkola]

ποδοκίνητο πεντάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calcografo calcolabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcite (θηλ.ουσ)
calco (ουσ αρσ )
calcografia (θηλ.ουσ)
calcografico (επίθ.)
calcografo (ουσ αρσ )
calcola (θηλ.ουσ)
calcolabile (επίθ.)
calcolare (ρ. μτβ.)
calcolatore (ουσ αρσ )
calcolatore (επίθ.)
calcolatrice (θηλ.ουσ)
calcolitografia (θηλ.ουσ)
calcolo (ουσ αρσ )
calcolosi (θηλ.ουσ)
calcoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
calcomania (θηλ.ουσ)
calcopirite (θηλ.ουσ)
calcotipia (θηλ.ουσ)
caldaia (θηλ.ουσ)
caldaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---