Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caldàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈdajo]

1 καζάνι
2 λέβητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caldaia caldallessa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
calcomania (θηλ.ουσ)
calcopirite (θηλ.ουσ)
calcotipia (θηλ.ουσ)
caldaia (θηλ.ουσ)
caldaio (ουσ αρσ )
caldallessa (θηλ.ουσ)
caldamente (επίρ.)
caldana (θηλ.ουσ)
caldarrosta (θηλ.ουσ)
caldeggiare (ρ. μτβ.)
caldeo (αρσ. επίθ και ουσ)
caldera (θηλ.ουσ)
calderaio (ουσ αρσ )
calderone (ουσ αρσ )
caldezza (θηλ.ουσ)
caldo (ουσ αρσ )
caldo (επίθ.)
caldura (θηλ.ουσ)
calefazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---