Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalderàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaldeˈrajo] 1 γανωτζής 2 γανωματής 3 εργάτης ορυχείου χαλκού 4 κασσιτερωτής 5 καλαὶτζής 6 γανωτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |