Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caldàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈdana]

1 κοκκινίλα από την οργή
2 άναμμα
3 κόρωμα
4 παροξυσμός θυμού
5 έξαψη (ειδικά της εμμηνόπαυσης)
6 η πιο ζεστή ώρα της ημέρας
7 καύμα
8 καύσωνας
9 κάψα
10 μεγάλη ζέστη
11 λάβρα
12 λιοπύρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caldamente caldarrosta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcotipia (θηλ.ουσ)
caldaia (θηλ.ουσ)
caldaio (ουσ αρσ )
caldallessa (θηλ.ουσ)
caldamente (επίρ.)
caldana (θηλ.ουσ)
caldarrosta (θηλ.ουσ)
caldeggiare (ρ. μτβ.)
caldeo (αρσ. επίθ και ουσ)
caldera (θηλ.ουσ)
calderaio (ουσ αρσ )
calderone (ουσ αρσ )
caldezza (θηλ.ουσ)
caldo (ουσ αρσ )
caldo (επίθ.)
caldura (θηλ.ουσ)
calefazione (θηλ.ουσ)
caleidoscopio (ουσ αρσ )
calendario (ουσ αρσ )
calende (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---