Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caldeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaldedˈʤare]

1 υποστηρίζω ένθερμα
2 διάκειμαι ευνοὶκά
3 υποθάλπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caldarrosta caldeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caldaio (ουσ αρσ )
caldallessa (θηλ.ουσ)
caldamente (επίρ.)
caldana (θηλ.ουσ)
caldarrosta (θηλ.ουσ)
caldeggiare (ρ. μτβ.)
caldeo (αρσ. επίθ και ουσ)
caldera (θηλ.ουσ)
calderaio (ουσ αρσ )
calderone (ουσ αρσ )
caldezza (θηλ.ουσ)
caldo (ουσ αρσ )
caldo (επίθ.)
caldura (θηλ.ουσ)
calefazione (θηλ.ουσ)
caleidoscopio (ουσ αρσ )
calendario (ουσ αρσ )
calende (θηλ.ουσ)
calendimaggio (ουσ αρσ )
calendola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---