Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calcatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalkaˈtojo]

1 εργαλείο στουπώματος
2 βέργα όπλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calcata calce  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcara (θηλ.ουσ)
calcare (ουσ αρσ )
calcare (ρ. μτβ.)
calcareo (επίθ.)
calcata (θηλ.ουσ)
calcatoio (ουσ αρσ )
calce (θηλ.ουσ)
calcedonio (αρσ. επίθ και ουσ)
calceolaria (θηλ.ουσ)
calcestruzzo (ουσ αρσ )
calcetto (ουσ αρσ )
calciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
calciatore (ουσ αρσ )
calcico (επίθ.)
calcidica (θηλ.ουσ)
calcificare (ρ. μτβ.)
calcificarsi (ρ.μ. (αντων.))
calcificazione (θηλ.ουσ)
calcimetria (θηλ.ουσ)
calcimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---