Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalcatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kalkaˈtojo] 1 εργαλείο στουπώματος 2 βέργα όπλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |