Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calandrìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalanˈdrino]

1 ηλίθιος
2 βλάκας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calandratura calandro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calanca (θηλ.ουσ)
calanco (ουσ αρσ )
calandra (θηλ.ουσ)
calandrare (ρ. μτβ.)
calandratura (θηλ.ουσ)
calandrino (ουσ αρσ )
calandro (ουσ αρσ )
calappio (ουσ αρσ )
calapranzi (ουσ αρσ )
calare (ρ.αμτβ.)
calare (ρ. μτβ.)
calarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calata (θηλ.ουσ)
calca (θηλ.ουσ)
calcagno (ουσ αρσ )
calcamento (ουσ αρσ )
calcara (θηλ.ουσ)
calcare (ουσ αρσ )
calcare (ρ. μτβ.)
calcareo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---