Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalànca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈlanka] 1 επίπεδη περιοχή κάτω από βουνά 2 κοιλότητα 3 βαθιά κοιλάδα σε πλευρά βουνού 4 ορμίσκος 5 ρυάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |