Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calamitóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kalamiˈtoso], [kalamiˈtozo]

1 συφοριασμένος
2 δυστυχισμένος
3 καταστροφικός
4 ολέθριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calamitare calamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calamaro (ουσ αρσ )
calamina (θηλ.ουσ)
calamita (θηλ.ουσ)
calamità (θηλ.ουσ)
calamitare (ρ. μτβ.)
calamitoso (επίθ.)
calamo (ουσ αρσ )
calanca (θηλ.ουσ)
calanco (ουσ αρσ )
calandra (θηλ.ουσ)
calandrare (ρ. μτβ.)
calandratura (θηλ.ουσ)
calandrino (ουσ αρσ )
calandro (ουσ αρσ )
calappio (ουσ αρσ )
calapranzi (ουσ αρσ )
calare (ρ.αμτβ.)
calare (ρ. μτβ.)
calarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---