Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalamìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kalaˈmina] 1 καλαμίνα 2 μείγμα για αλοιφή ή λοσιόν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |