Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalamàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kalaˈmajo] 1 μελανοδοχείο (ενσωματωμένο) 2 βάση μελανοδοχείου και πενών 3 μελανοδοχείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |