Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calamàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalaˈmaro]

το καλαμάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calamaio calamina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calabrone (ουσ αρσ )
calafataggio (ουσ αρσ )
calafatare (ρ. μτβ.)
calafato (ουσ αρσ )
calamaio (ουσ αρσ )
calamaro (ουσ αρσ )
calamina (θηλ.ουσ)
calamita (θηλ.ουσ)
calamità (θηλ.ουσ)
calamitare (ρ. μτβ.)
calamitoso (επίθ.)
calamo (ουσ αρσ )
calanca (θηλ.ουσ)
calanco (ουσ αρσ )
calandra (θηλ.ουσ)
calandrare (ρ. μτβ.)
calandratura (θηλ.ουσ)
calandrino (ουσ αρσ )
calandro (ουσ αρσ )
calappio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---