Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δυσαρθρία {δυσαρθριώ... δυσθεράπευτος [επίθ.]
δυσαρμονία {δυσαρμονι... δυσθυμία [θηλ.ουσ]
δυσαρμονικός [επίθ.] δύσθυμος [επίθ.]
δυσβάστακτος [επίθ.] δυσθυμώ [-είς, -εί...
δυσβάσταχτος [επίθ.] δύσκαμπτος [επίθ.]
δύσβατος [επίθ.] δυσκαμψία {χωρ. πληθ...
δυσγραφία {χωρ. πληθ... δυσκινησία {χωρ. πληθ...
δυσδιάκριτος [επίθ.] Δυσκινητικός [επίθ.]
δυσδιάλυτος [επίθ.] δυσκίνητος [επίθ.]
δυσειδέστατος [επίθ.] δυσκοίλιος [επίθ.]
δυσειδέστερος [επίθ.] δυσκοιλιότητα {χωρ. πληθ...
δυσέλεγκτος [επίθ.] δύσκολα [επίρ.]
δυσεντερία {χωρ. πληθ... δυσκολεμένος [επίθ.]
δυσεντερικός [επίθ.] δυσκολεύομαι [ρ. παθ.]
δυσεξέλεγκτος [επίθ.] δυσκολεύω {δυσκόλ-εψ...
δυσεξήγητος [επίθ.] δυσκολία {δυσκολιών...
δυσεξίτηλος [επίθ.] δυσκολοαπόδεικτος [επίθ.]
δυσεξιχνίαστος [επίθ.] δυσκολοβάσταχτος [επίθ.]
δυσεπίλυτος [επίθ.] δυσκολοδούλευτος [επίθ.]
δυσερμήνευτος [επίθ.] δυσκολονόητος [επίθ.]
δυσεύρετος [επίθ.] δυσκολοπώλητος [επίθ.]
δυσεφάρμοστος [επίθ.] δύσκολος [επίθ.]
δύση {-ης κ. -ε... δυσκολότατος [επίθ.]
δυσήκοος [επίθ.] δυσκολότερος [επίθ.]
δυσήλιος [επίθ.] δυσκολοχώνευτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: