Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δύσκολος  
επίθετο

1 diffi`cile; scontro`so; intratta`bile δύσκολο παιδί==ragazzo difficile
2 diffi`cile; a`rduo δύσκολη απόφαση==decisione difficile, ardua
3 diffi`cile; complica`to; comple`sso δύσκολο πρόβλημα==problema difficile
4 diffi`cile; pericolo`so; difficolto`so δύσκολο προσπέρασμα==sorpasso pericoloso | δύσκολο ταξίδι==viaggio difficoltoso+++κάνει το δύσκολο==fa il difficile, si fa pregare

δυσκολότατος
επίθετο

superlativo di [δύσκολος]

δυσκολότερος
επίθετο

comparativo di [δύσκολος]

δυσκολώτατος
επίθετο

superlativo di [δύσκολος]

δυσκολώτερος
επίθετο

comparativo di [δύσκολος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσκολοπώλητος δυσκολοχώνευτος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι δύσκολες μέρες [f. = brutto periodo [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---