Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσκολονόητος
επίθετο

lo stesso che [δυσνόητος ^-η, -ο^]

δυσνόητος  
επίθετο

astru`so; di diffi`cile comprensio`ne δυσνόητο κείμενο==testo astruso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσκολοδούλευτος δυσκολοπώλητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---