Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσοσμία  
ουσιαστικό θηλυκό

feto`re ~m~; catti`vo odo`re ~m~ δεν μπορείς να πλησιάσεις από τη δυσοσμία==non ci si può avvicinare dal fetore | αποσμητικό που εξαφανίζει τη δυσοσμία==un deodorante per eliminare i cattivi odori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δύσοσμα δύσοσμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---