Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δύσπνοια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 medicina dispne`a ~f~
2 difficoltà ~f~ di respirazio`ne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσπλασία δυσπνοὶκός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---