Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δυσμηνόρροια
ουσιαστικό θηλυκό
medicina
dismenorre`a
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δυσμεταχείριστος
δύσμοιρος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δυσμενέστερος
[επίθ.]
δυσμενής
{δυσμεν-ού...
δυσμενώς
[επίρ.]
δυσμετακίνητος
[επίθ.]
δυσμεταχείριστος
[επίθ.]
δυσμηνόρροια
{χωρ. πληθ...
δύσμοιρος
[επίθ.]
δυσμορφία
{δυσμορφιώ...
δύσμορφος
[επίθ.]
δυσνόητα
[επίρ.]
δυσνόητος
[επίθ.]
δυσοίωνα
[επίρ.]
δυσοίωνος
[επίθ.]
δύσοσμα
[επίρ.]
δυσοσμία
{δυσοσμιών...
δύσοσμος
[επίθ.]
δυσόστωσις
[θηλ.ουσ]
δυσουρία
{χωρ. πληθ...
δυσπεπτικός
[επίθ.]
δύσπεπτος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis