Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυσκολεύομαι
ρήμα παθητικό

stenta`re; ave`re, trova`re difficoltà δυσκολεύομαι να το πιστέψω==trovo difficoltà a crederlo, mi riesce difficile crederlo

δυσκολεύω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 re`ndere diffi`cile μου δυσκόλεψε τη ζωή==mi ha reso la vita difficile
2 crea`re difficoltà, proble`mi αυτή η μετάφραση με δυσκόλεψε πολύ==quella traduzione mi ha creato molti problemi
3 intralcia`re; ostacola`re δυσκολεύω την κυκλοφορία==intralciare la circolazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσκολεμένος δυσκολία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---