Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυσκαμψία
ουσιαστικό θηλυκό 1 rigide`zza ~f~; inflessibilità ~f~ δυσκαμψία των άκρων==rigidezza degli arti 2 ((figurato)) inflessibilità ~f~ πολιτική δυσκαμψία==inflessibilità politica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |