Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δύσκαμπτος  
επίθετο

poco flessi`bile; ri`gido; che non si pie`ga facilme`nte δύσκαμπτος χαρακτήρας==carattere inflessibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσθυμώ δυσκαμψία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---