Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δύση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 tramo`nto ~m~
2 ovest ~m~, occide`nte ~m~ το δωμάτιο βλέπει στη δύση==la stanza è esposta ad occidente, a ovest
3 ((per estensione)) Euro`pa ~f~ Occidenta`le, l'Occide`nte ~m~
4 ((figurato)) tramo`nto ~m~; decade`nza ~f~ η δύση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας==il declino dell'impero romano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσεφάρμοστος δυσήκοος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---