Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κοπλίρω [ρ.] κοπρώδης [επίθ.]
κόπος [ουσ αρσ ] κοπρώνας {-α κ. -ών...
κόπρανα {κοπράνων} κοπτήρας [ουσ αρσ ]
κόπρανο [ουσ ουδ.] κόπτης {κοπτών}
κόπρανον [ουσ ουδ.] κοπτική [θηλ.ουσ]
κοπριά [θηλ.ουσ] κοπτικός [επίθ.]
κοπρίζω {κόπρισ-α,... κόπτομαι {μόνο σε ε...
κόπριον το πληθ. κ... κοπτοραπτού {κοπτορραπ...
κόπρισμα [ουσ ουδ.] κοπτοράπτρια {κοπτορραπ...
κοπρισμένος [επίθ.] κόπτρια {κοπτριών}
κοπρίτης {κοπριτών} κόπτσα [θηλ.ουσ]
κοπρίτισσα {δύσχρ. κο... κόπτω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κοπρολαγνεία [θηλ.ουσ] κοπώνομαι [ρ. παθ.]
κοπρολαλία {χωρ. πληθ... κόπωση {-ης κ. -ώ...
κοπρολογία {χωρ. πληθ... κόρα {χωρ. γεν....
κόπρον [ουσ ουδ.] κόρακας {-α κ. -άκ...
κόπρος {χωρ. πληθ... κορακάτος [επίθ.]
κοπροσκυλάω [ρ.αμτβ.] κοράκι {κορακ-ιού...
κοπροσκυλιάζω {χωρ. πληθ... κορακιάζω {κοράκιασ-...
κοπρόσκυλο [ουσ ουδ.] κορακιασμένος [επίθ.]
κοπροσκυλώ [ρ.αμτβ.] κορακίστικα [ουσ ουδ πληθ.]
κοπροφαγία {χωρ. πληθ... κορακοζώητος [επίθ.]
κοπροφαγικός [επίθ.] κοραλλένιος [επίθ.]
κοπροφάγος -ος/-α -ο κοράλλι {κοραλλ-ιο...
κοπροχολίνη [θηλ.ουσ] κοράλλινος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: