Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόπτομαι
ρήμα παθητικό darsi da fare, scalda`rsi, accalora`rsi κόπτεται να αποδείξει ότι... == si dà da fare per dimostrare che... | αφού δεν τον αφορά το θέμα, γιατί κόπτεται; == se la cosa non lo riguarda, perché si dà tanto da fare?, perché si scalda tanto? | εσύ τι κόπτεσαι; == a te che te ne importa? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |