Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποκάμνω (απόκ-ανα ... αποκατάσταση {-ης κ. -ά...
αποκάμνω (απόκ-ανα ... αποκαταστάσιμος [επίθ.]
αποκάμωμα {αποκαμώμα... αποκαταστάτης [ουσ αρσ ]
αποκαμωμένα [επίρ.] αποκαταστημένος [επίθ.]
αποκαμωμένος [επίθ.] αποκατεστημένος [επίθ.]
αποκάνω αόρ. απόκα... αποκάτου [επίρ.]
αποκανωμένος [επίθ.] αποκάτου [ουσ αρσ ]
αποκαρδίζω aor αποκάρ... αποκάτου [ουσ ουδ πληθ.]
αποκαρδιωμένος [επίθ.] αποκάτουθε [επίρ.]
αποκαρδιώνομαι ipf αποκαρ... αποκείθθεν [επίρ.]
αποκαρδιώνω (αποκαρδ-ί... αποκεικάτου [επίρ.]
αποκαρδίωση [θηλ.ουσ] απόκειμαι [ρ. απρ.]
αποκάρδιωση [θηλ.ουσ] αποκειπάνου [επίρ.]
αποκαρδίωσις [θηλ.ουσ] αποκειπάνω [επίρ.]
αποκαρδιωτικός [επίθ.] αποκειχάμου [επίρ.]
απόκαρδος [επίθ.] αποκεκαλυμμένος [επίθ.]
αποκαρτέρησις [θηλ.ουσ] απόκεντρος [επίθ.]
αποκάρωμα [ουσ ουδ.] αποκεντρωμένος [επίθ.]
αποκαρωμένος [επίθ.] αποκεντρώνω (αποκέντρ-...
αποκαρώνω {αποκάρω-σ... αποκέντρωση [-εις] {-η...
αποκάρωση [θηλ.ουσ] αποκεντρωτικός [επίθ.]
αποκατασταθείς [επίθ.] αποκεφαλίζω (αποκεφάλ-...
αποκατασταίνομαι (μόνο στο ... αποκεφαλισμένος [επίθ.]
αποκατασταίνω ipf αποκατ... αποκεφαλισμός [ουσ αρσ ]
αποκατασταλάζω [ρ. μτβ.] αποκηρυγμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: