Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκαμωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποκάμνω] 2 sfini`to; spossa`to; esauri`to; esa`usto αποκανωμένος επίθετο variante di [αποκαμωμένος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |