Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκάμνω
ρήμα μεταβατικό ((popolare)) stanca`re τι απόκαμες μ' εκείνη την υπόθεση;==alla fine che cos'hai combinato? | απόκαμα να σε περιμένω==mi sono stancato di aspettarti αποκάμνω ρήμα αμετάβατο ((popolare)) stanca`rsi αποκάνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [αποκάμνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |