Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκάλυψη
ουσιαστικό θηλυκό 1 scoprime`nto ~m~ 2 rivelazio`ne ~f~; svelame`nto ~m~ ο πρώην υπουργός έκανε συνταρακτικές αποκαλύψεις στον τύπο==l'ex ministro ha fatto alla stampa delle rivelazioni sensazionali 3 religione rivelazio`ne ~f~ divi`na 4 religione l'Apocali`sse η Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου==l'Apocalisse di San Giovanni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |